Εκθέσεις Ανασκαφών
Έκθεση 2024
20-12-2024 14:16- Αρχαιολογικές εργασίες
Στόχοι των φετινών ανασκαφικών εργασιών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 15.07.2024 και 09.08.2024, ήταν η προς βορρά και νότο αποκάλυψη της συνέχειας της αύλακας απόρριψης που ανασκάφηκε κατά την περσινή χρονιά (2023) στο τετράγωνο ΙΙ -7 (DCN 503), καθώς και η επαλήθευση ή μη των πορισμάτων των γεωφυσικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν το 2022, οι οποίες και παρουσιάζουν ενδείξεις περί ανθρώπινης παρέμβασης στον χώρο πέριξ του τετραγώνου ΙΙ -7. Γι' αυτόν τον σκοπό, ορίστηκε η περιοχή στα τετράγωνα ΘΘ -7 και ΚΚ -7, όπου εικάζεται ότι μπορεί να εντοπιστεί το βόρειο και νότιο πέρας αντίστοιχα της αύλακας απόρριψης του τετραγώνου ΙΙ -7. Για τις ανασκαφικές εργασίες, έγινε χρήση του προτεινόμενου συστήματος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών (ASCSA) στις ανασκαφές της Κορίνθου (Corinth Excavations Archaeological Manual), συνδυαστικά με το σύστημα Harris Matrix. Ορίστηκαν οι αριθμοί Deposit Context Number (DCN) για τον προσδιορισμό των στρωμάτων.
Πιο συγκεκριμένα, στη νοτιοδυτική πλαγιά του λόφου, στο τετράγωνο ΘΘ -7 οι εργασίες επικεντρώθηκαν στο δυτικό μισό με σκοπό τη διερεύνηση της συνέχειας της αύλακας απόρριψης του τετραγώνου ΙΙ -7 προς βορρά. Το στρώμα σύγχρονης επίχωσης (DCN 01), πάχους περίπου 0,15 μ., αποτελούνταν από σκούρο καστανόφαιο χώμα σκληρής υφής, στο οποίο εμπεριέχονταν λίθοι μικρού και μεσαίου μεγέθους, ρίζες και κλαδιά δέντρων, βότσαλα, κεραμίδες και κεραμική που χρονολογείται από την πρωτοελλαδική έως τη βυζαντινή περίοδο. Μετά την αφαίρεση αυτού, αποκαλύφτηκαν δύο νέα στρώματα στη δυτική πλευρά του τετραγώνου, το DCN 02 στο νοτιοδυτικό τέταρτο του τετραγώνου με κατεύθυνση προς βορρά και το DCN 03 στη βορειοδυτική γωνία με κατεύθυνση προς νότο.
Το DCN 02, πάχους περίπου 0,10μ., συνιστά στρώμα αρχαίας επίχωσης και αποτελείται από χώμα μαλακής και απαλής υφής, κιτρινωπού χρώματος και απόχρωσης, εντός του οποίου εντοπίστηκαν κεραμίδες, κεραμική της αρχαϊκής, κυρίως, περιόδου και λιγοστά μεταλλικά αντικείμενα. Η άμεση γειτνίαση της ΝΔ παρειάς του με την αύλακα απόρριψης του τετραγώνου ΙΙ -7 (DCN 503) και η ομοιότητα των ευρημάτων στην εν λόγω περιοχή μ' εκείνα του στρώματος DCN 503- μεταλλικά ευρήματα και αρχαϊκή κεραμική και στις δύο περιπτώσεις, υποδεικνύει άμεση συσχέτιση μεταξύ των DCN 02 και 503. Συγκεκριμένα, η ΝΔ παρειά του DCN 02 συνιστά τη συνέχεια- το απώτερο όριο του DCN 503 του τετραγώνου ΙΙ -7 προς βορρά.
Το DCN 03, από την άλλη, αποτελεί το γέμισμα ενός μικρού ορύγματος στην κιμηλιά (CUT 09), μέγιστου μήκους 1,45μ., μέγιστου πλάτους 1μ. και κατώτατου βάθους 0,50μ., το οποίο ανασκάφηκε στη βορειοδυτική γωνία του τετραγώνου. Έχει σχήμα ανεστραμμένου τριγώνου- κωνικό και εντός αυτού, βρέθηκαν οστά ζώων, κεραμίδες, κεραμική χρονολογημένη μεταξύ πρωτοελλαδικής και ρωμαϊκής περιόδου και σημαντική ποσότητα ατάκτως ερριμμένων πήλινων και μεταλλικών αντικειμένων, όπως το κάτω άκρο χάλκινου αγαλματίου με οπή. Τα ευρήματα αυτά, εν είδει αναθημάτων στο ιερό, πιθανώς απορρίφθηκαν στην περιοχή μετά την τέλεση της γιορτής των Υακινθίων, καθιστώντας το όρυγμα αυτό μία αύλακα απόρριψης, τη δεύτερη στην περιοχή μετά από εκείνη που εντοπίστηκε στο τετράγωνο ΙΙ -7 πέρυσι.
Υποκείμενη στο στρώμα DCN 02, υπήρξε μία σχισμή στην κιμηλιά, εντοπισμένη στη δυτική παρειά του τετραγώνου και σε κοντινή απόσταση από το δέντρο, η διερεύνηση της οποίας σε βάθος αποκάλυψε λάξευμα στην κιμηλιά με τη μορφή λάκκου (CUT 08). Ο λάκκος αυτός, ορθογώνιου σχήματος, 1X0,73μ. και κατώτατου βάθους 0,45μ., έχει επίπεδο δάπεδο, κατακόρυφα τοιχώματα και αποτελείται από δύο γεμίσματα (DCN 05 και 07) σκούρου καστανού χρώματος, σκληρής και μαλακής υφής αντίστοιχα, στα οποία εμπεριέχονταν αρκετοί λίθοι μικρού μεγέθους, βότσαλα, λίγες κεραμίδες και ελάχιστη κεραμική. Η απουσία αξιοσημείωτων ευρημάτων δεν επιτρέπει την ασφαλή ερμηνεία του λαξεύματος αυτού. Η αρχική υπόθεση περί ενδεχόμενης παρουσίας τάφου στην περιοχή και υστερόχρονης σύλησης αυτού καταρρίφθηκε, καθώς τα δύο γεμίσματα είναι αδιατάραχτα μεταξύ τους.
Η συνέχεια τόσο του CUT 08 όσο και του CUT 09 αποκαλύφτηκε ολοκληρωτικά κατά την ανασκαφή του διπλανού προς δυτικά τετραγώνου ΘΘ -8, το οποίο και διανοίχτηκε γι’ αυτόν τον σκοπό. Συγκεκριμένα, τα ίδιας σύστασης και υφής στρώματα DCN 104 και 106 συνιστούν τη συνέχεια των γεμισμάτων DCN 05 και 07 του CUT 08 του τετραγώνου ΘΘ -7 αντίστοιχα, ενώ το DCN 103 εκείνη του γεμίσματος DCN 03 του CUT 09. Υπερκείμενο των στρωμάτων DCN 102 (η συνέχεια του κιτρινωπού στρώματος DCN 02 στο παρόν τετράγωνο) και 104 υπήρξε το στρώμα επιφανειακής επίχωσης (DCN 101), καστανόφαιου χρώματος και πάχους περίπου 0,15μ., το οποίο αποτελούνταν από μικρού και μεσαίου μεγέθους λίθους, βότσαλα, ρίζες και κλαδιά δέντρων, κεραμίδες, κεραμική χρονολογημένη μεταξύ πρωτοελλαδικής και βυζαντινής περιόδου, λιγοστά μεταλλικά αντικείμενα και δύο σύγχρονα σιδερένια καρφιά.
Ακολούθως, με στόχο τη διερεύνηση προς νότο της συνέχειας της αύλακας απόρριψης του τετραγώνου ΙΙ -7, ορίστηκε νέο τετράγωνο, το ΚΚ -7, αμέσως νοτίως του τετραγώνου ΙΙ -7. Αποφασίστηκε να παραμείνει άσκαφτη η περιοχή του ανατολικού ημίσεως του τετραγώνου και οι ανασκαφικές εργασίες να επικεντρωθούν μόνο στο δυτικό τμήμα, ακολουθώντας τον κατακόρυφο προσανατολισμό της αύλακας απόρριψης του τετραγώνου ΙΙ -7. Το στρώμα σύγχρονης επίχωσης (DCN 201), πάχους περίπου 0,15μ., αποτελούνταν από χώμα σκούρου καστανόφαιου χρώματος και σκληρής υφής, στο οποίο εμπεριέχονταν μικρού και μεσαίου μεγέθους λίθοι, βότσαλα, ρίζες και κλαδιά δέντρων, σύγχρονα σιδερένια καρφιά, κεραμίδες, κεραμική, κυρίως, της γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου, αρκετά οστά ζώων και μεταλλικά αντικείμενα. Κατά την αφαίρεσή του, αποκαλύφτηκαν δύο στρώματα μεταβατικού χαρακτήρα (DCN 202 και 203), πάχους περίπου 0,03μ., τα οποία αποτελούν τη μετάβαση από το επιφανειακό στο βοτσαλωτό στρώμα (DCN 205) που είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται, ήδη, στη βορειοανατολική πλευρά της τομής, και στην κιμηλιά (DCN 204) αντίστοιχα.
Το νεοαποκαλυφθέν στρώμα DCN 205 αποτελούνταν από χώμα σκούρου καστανόφαιου χρώματος και σκληρής υφής, η οποία, καθώς οι εργασίες προχωρούσαν σε βάθος, γινόταν πιο μαλακή, με πλήθος βότσαλων μικρού μεγέθους, λίθους μικρού και μεσαίου μεγέθους και ρίζες και κλαδιά δέντρων. Περισυλλέχτηκε αξιοσημείωτη ποσότητα οστών ζώων, μεταλλικών και μερικών πήλινων αντικειμένων, κεραμίδων και κεραμικής της αρχαϊκής, κυρίως, περιόδου. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν μία χάλκινη περόνη, ένα σιδερένιο κυλινδρικό διάτρητο αντικείμενο, σιδερένιος οβελός 1,10μ. και σιδερένια αιχμή δόρατος.
Τα ευρήματα εντοπίστηκαν ατάκτως ερριμμένα στο έδαφος, συχνά περιβαλλόμενα από βότσαλα και μικρού ή μεγάλου μεγέθους λίθους ή κεραμίδες, εντός ενός ορύγματος στον φυσικό βράχο/κιμηλιά όπου τα αντικείμενα είχαν απορριφθεί. Το όρυγμα αυτό, εν είδει φυσικής αύλακας στην κιμηλιά, αποτελείται από ένα γέμισμα (DCN 205), το οποίο αποκαλύφτηκε συνολικά σε 7 διαδοχικά επίπεδα/πάσα, πάχους 0,10-0,13μ. έκαστο, έχει στενό καμπυλωτό σχήμα, μήκους 4,6μ., μέγιστου πλάτους και βάθους 1μ. και προσανατολισμό από βορρά προς νότο. Πρόκειται για τη συνέχεια προς νότο της αύλακας απόρριψης του τετραγώνου ΙΙ -7, με αντικείμενα που σχετίζονται με τη λειτουργία του ιερού κατά τη διάρκεια της γιορτής των Υακινθίων, όπως μαρτυρούν τα πολλά μολύβδινα αναθηματικά μικρογραφικά στεφάνια και ανθρώπινες μορφές, οστά ζώων, σιδερένιοι οβελοί, αιχμές δόρατος και βέλους, εγχειρίδια, καθώς και μικρογραφικά αγγεία. Την πλειοψηφία τους αποτελούν τα μεταλλικά ευρήματα, μαζί με μεγάλη ποσότητα κεραμικών/πήλινων ευρημάτων και οστών ζώων. Στα πρώτα ανήκει, μεταξύ άλλων, ένα σύνολο πολεμικού/στρατιωτικού οπλισμού που εκτός από τους σιδερένιους οβελούς, αποτελείται από τμήμα χάλκινου κράνους, σιδερένια εγχειρίδια, σιδερένιες αιχμές δόρατος και βέλους και χάλκινα θραύσματα από επένδυση (άντυγα) ασπίδας με διακόσμηση πλοχμού. Αναφορικά με τα κεραμικά θραύσματα, εκείνα συνδέονται, κυρίως, με αγγεία πόσεως, όπως κύλικες και σκύφους, και λιγότερο με χρηστικά και μαγειρικά σκεύη. Η πλειονότητά τους ανάγεται στην αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), με την παράλληλη μεμονωμένη εμφάνιση οστράκων της πρωτοελλαδικής και μυκηναϊκής περιόδου. Η κεραμική και εν προκειμένω, τα ακέραια μικρογραφικά αγγεία (αρύβαλλοι, λάκαινες και κρατήρας) που εντοπίστηκαν, μπορούν να χρονολογήσουν, με ασφάλεια, την αύλακα στην αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται το ενδεχόμενο παρουσίας πρωιμότερα χρονολογημένων ευρημάτων- της γεωμετρικής περιόδου, συγκεκριμένα (8ος αιώνας π.Χ.). Η υπόθεση αυτή αναμένεται να διερευνηθεί εν καιρώ κατά τη μελλοντική μελέτη του υλικού. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, ο 6ος αιώνας π.Χ. μπορεί να θεωρηθεί το terminus ante quem του περιεχομένου της αύλακας.
Για την ακριβέστερη αποτύπωση και συγκέντρωση πληροφοριών και δεδομένων της συστηματικής ανασκαφής, τα ανασκαφικά τετράγωνα και ο χώρος συνολικά τεκμηριώθηκαν, σχεδιάστηκαν και αποτυπώθηκαν με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών (χρήση ΣμηΕΑ, φωτογραμμετρίας και ορθοφωτογράφισης με τοπογραφικά σημεία γεωαναφοράς και των σχετικών λογισμικών Pix4D και Metashape). Επιπλέον, συμπληρώθηκε και εμπλουτίστηκε το ολοκληρωμένο σύστημα τεκμηρίωσης, καθώς και το Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (GIS) του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών, με τα νέα δεδομένα.
Σχ. 1
- Επιφανειακή έρευνα (survey)
Μεταξύ 22.07 και 23.08.2024, πραγματοποιήθηκε επιφανειακή και γεωφυσική έρευνα νοτίως του λόφου της Αγίας Κυριακής. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, το Πανεπιστήμιο του Münster (χάρη στο πρόγραμμα "Belonging in/to Lakonia. Μια αρχαιοϊστορική μελέτη για το Ιερό του Απόλλωνα στις Αμύκλες και τα περίχωρά του" υπό τη διεύθυνση του Καθ. Hans Beck και της Δρ. Σοφίας Νομικού) και της Γαλλικής Σχολής Αθηνών. Στην έρευνα συμμετείχαν οι Δρ. Adrien Delahaye (ARP/EFA), Δρ. δρ. Nicola Nenci (ARP/Πανεπιστήμιο Münster), Γιώργος Τσιαγκούρης (Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας) Δρ. Σοφία Νομικού (Πανεπιστήμιο Münster), Δρ. Volkmar Schmidt (Πανεπιστήμιο Münster) και 12 φοιτητές από τα προαναφερθέντα ιδρύματα. Σκοπός ήταν μια αρχική κατανόηση της περιοχής νοτίως του Αμυκλαίου. Αυτό το τμήμα της κοιλάδας του Ευρώτα είναι κοινώς γνωστό ως μέρος του οικισμού των Αμυκλών κατά την αρχαιότητα.
Μεθοδολογικά, η επιφανειακή έρευνα βασίζεται στο σύστημα του Sikyon Survey Project, το οποίο, όμως, τροποποιήθηκε και προσαρμόστηκε στις ιδιαίτερες συνθήκες της ευρύτερης περιοχής των Αμυκλών, με τη χρήση του QGIS και της κινητής έκδοσης QField, από τον Nicola Nenci. Αρχικά, ολόκληρη η περιοχή (περίπου 0,6 km2) χωρίστηκε σε 136 μονάδες ("tracts"), οι οποίες αντιστοιχούν περίπου στα όρια των γεωργικών αγρών. Στη συνέχεια, οι εκτάσεις χωρίστηκαν σε τετράγωνα 20x20 μ., επιτρέποντας τον ακριβή έλεγχο της βατότητας και της θέσης των ευρημάτων. Τέλος, πραγματοποιήθηκε προκαταρκτική εκτίμηση της επιφανειακής ορατότητας σε κλίμακα από 1 έως 5 για κάθε έκταση στη βάση ορθοφωτογραφιών και ψηφιακών μοντέλων επιφάνειας. Στο πεδίο, η εκτίμηση της ορατότητας διαφοροποιήθηκε σύμφωνα με την αυτοψία και την αξιολόγηση των συνθηκών της επιφάνειας των εκτάσεων και τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι περίπου στο ήμισυ της επιφάνειας της έρευνας η ορατότητα ήταν φτωχή. Ως εκ τούτου, ανάλογα με την ορατότητα κάθε περιοχής, αποφασίστηκε να περπατηθούν τμήματα της περιοχής μη συστηματικά για να εντοπιστούν και να καταγραφούν μόνο μη κινητά ευρήματα (που ορίστηκαν από τους ερευνητές ως "Ειδικά Χαρακτηριστικά") και άλλα τμήματα συστηματικά ακολουθώντας το πλέγμα τετραγώνων 20x20 μ.
Ως εκ τούτου, ανάλογα με την ορατότητα κάθε περιοχής, αποφασίστηκε να διανυθούν 1) τμήματα της περιοχής μη συστηματικά για να εντοπιστούν και να καταγραφούν μόνο μη κινητά ευρήματα (που ορίστηκαν από τους ερευνητές ως "Ειδικά Χαρακτηριστικά") και 2) άλλα τμήματα συστηματικά ακολουθώντας το πλέγμα τετραγώνων 20x20 m. Τα τετράγωνα με καλή ορατότητα διανύθηκαν συστηματικά σε ομάδες των 3-4 ατόμων, οι οποίες, εκτός από την καταγραφή των ειδικών χαρακτηριστικών, συνέλεξαν το σύνολο των επιφανειακών ευρημάτων. Σε συνεννόηση με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, σε περιοχές με πολύ μεγάλη πυκνότητα κινητών ευρημάτων, από τη δεύτερη εβδομάδα και μετά, συνεχίστηκε η συλλογή του διαγνωστικού υλικού στο σύνολό του, ενώ το 50% του μη διαγνωστικού υλικού (αποκλειστικά θραύσματα κεραμιδιών στέγης) αφέθηκε στο έδαφος, ώστε να διατηρηθεί η φύση των αρχαιολογικών επιφανειακών τεκμηρίων. Το υλικό μεταφερόταν καθημερινά στις αποθήκες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας, όπου πλενόταν, ταξινομούνταν, τεκμηριωνόταν (φωτογραφίες και σχέδια του Γιάννη Νάκα) και συσκευαζόταν. Με αυτόν τον τρόπο, η έρευνα πεδίου απέδωσε σημαντικό όγκο δεδομένων τόσο από άποψη ποσότητας όσο και από άποψη ερευνητικής συνάφειας. Λόγω της ποσότητας και της πολυπλοκότητάς τους, τα συλλεχθέντα δεδομένα μπορούν να επεξεργαστούν, να αναλυθούν και να συντεθούν πλήρως το αμέσως επόμενο διάστημα, αλλά ήδη υπάρχει η δυνατότητα για ορισμένα προκαταρκτικά αποτελέσματα που μπορούν να συνοψιστούν και να παρουσιαστούν ως εξής.
Ένα χαμηλό οροπέδιο νοτιοδυτικά του Αμυκλαίου εντοπίστηκε ως δυνητικά σημαντική τοποθεσία και καλή οπτική επαφή με το ιερό. Στην πλαγιά αυτού του πλατώματος είχαν εντοπιστεί τομές στον φυσικό βράχο, οι οποίες στη βιβλιογραφία αναφέρονται ως μυκηναϊκοί τάφοι (περισσότερα παρακάτω). Κατά τη διάρκεια της έρευνας, αυτές οι τομές χαρτογραφήθηκαν και τεκμηριώθηκαν για πρώτη φορά με ακρίβεια. Στην ίδια περιοχή περισυλλέχθηκαν θραύσματα αρχαίων κεραμιδιών στέγης, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων με μαύρο γάνωμα. Παρόλο που δεν εντοπίστηκαν σαφείς αρχιτεκτονικές δομές στην επιφάνεια, η γεωφυσική έρευνα μπόρεσε να εντοπίσει, δυνητικά, σχετικές ανωμαλίες (βλ. παρακάτω).
Αξιοσημείωτα ήταν τα ευρήματα στην περιοχή βόρεια και ανατολικά του γηπέδου ποδοσφαίρου του χωριού, το οποίο βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της περιοχής έρευνας. Στα τετράγωνα βόρεια του γηπέδου βρέθηκε εξαιρετικά μεγάλος αριθμός θραυσμάτων κεραμίδων στέγης, ενώ στα πλάγια ενός δρόμου στον ίδιο χώρο εντοπίστηκαν ίχνη τοίχων και όστρακα διαφόρων περιόδων. Σε αντίθεση με την υψηλή πυκνότητα των ευρημάτων ανατολικά του σταδίου, τα παρακείμενα πεδία στα δυτικά ήταν σχεδόν απαλλαγμένα από ευρήματα. Το πιο απροσδόκητο εύρημα αυτής της εκστρατείας ήταν το οικόπεδο/τεμάχιο 88, ένας πρώην ελαιώνας, ο οποίος είχε υποστεί πρόσφατα κοπή δέντρων και βαθύ όργωμα. Εκεί βρέθηκαν εκτός από κατεστραμμένους πλινθόκτιστους τοίχους και τμήματα κονιάματος, κατάλοιπα τάφων και πολλά μεμονωμένα ευρήματα, που χρονολογούνται από τη Μεσοελλαδική περίοδο έως την ύστερη αρχαιότητα. Τα ευρήματα και οι ιδιαιτερότητες αυτής της έκτασης δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσης έρευνας, αφού θα αναλυθούν περαιτέρω από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας μέσω σωστικών παρεμβάσεων. Ωστόσο, η περιοχή γύρω από το χωράφι διερευνήθηκε και με τη χρήση γεωφυσικών μεθόδων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτών των παρεμβάσεων (ενιστάμενη επιφανειακή έρευνα και γεωφυσικές μετρήσεις) αναδεικνύεται ότι ένα πυκνό στρώμα ποικίλων ενδείξεων επεκτείνεται τουλάχιστον προς τα ανατολικά και νότια του οικοπέδου 88, καθώς εκεί εντοπίστηκαν ανωμαλίες που επιτρέπουν την ερμηνεία τους ως τείχη ή ως δρόμος (βλ. παρακάτω).
Στο ανατολικό τμήμα της περιοχής έρευνας βρέθηκαν λιγότερα στοιχεία. Σε αυτές τις εκτάσεις καταγράφηκαν πολλές κατασκευές, που στη σύγχρονη βιβλιογραφία αναφέρονται συνήθως ως μυκηναϊκοί τάφοι. Αυτά τα λεγόμενα σπηλάκια μοιάζουν με μικρά ανοίγματα στις πλαγιές του κροκαλοπαγούς πετρώματος. Αρκετά από αυτά τα ορύγματα ανασκάφηκαν τη δεκαετία 1990 και ταυτοποιήθηκαν ως μυκηναϊκοί θαλαμοειδείς τάφοι. Στο πλαίσιο της έρευνας τεκμηριώθηκαν τοπογραφικά, φωτογραφικά και γραπτώς όχι μόνο οι γνωστές έως σήμερα, αλλά και πολυάριθμες νέες παρόμοιες δομές. Ο εντοπισμός ενός μεγάλου θραύσματος πιθανώς μυκηναϊκού λεπτότοιχου πίθου σε μία από αυτές τις δομές στο νοτιοανατολικό τμήμα της περιοχής έρευνας, επιτρέπει την υπόθεση ότι αυτές οι δομές μπορεί να είναι κατασκευές που αντιστοιχούν σε μυκηναϊκές ταφές. Αναδεικνύεται, λοιπόν, το γεγονός ότι η ταφική τοπογραφία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην περιοχή μεταξύ Αμυκλών και Βαφειού ήταν πολύ πιο πυκνή από ό,τι ήταν γνωστό έως τώρα.
Τέλος, τα διάσπαρτα μεμονωμένα ευρήματα από την περιοχή έρευνας παρέχουν πρώτες ενδείξεις για τη χρονολογία και τη χρήση της περιοχής. Αν και στην πλειονότητά τους τα ευρήματα είναι θραύσματα κεραμίδων στέγης, από την αρχαϊκή περίοδο έως την ύστερη αρχαιότητα, ήταν επίσης δυνατό να εντοπιστούν ορισμένα διαγνωστικά μεμονωμένα αντικείμενα που εκτείνονται χρονολογικά σε μια περίοδο από τη μεσοελλαδική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα. Τμήματα από μυλόπετρες ολυνθιακού τύπου, θραύσματα που μοιάζουν με σκωρία και διαχωριστές κλιβάνων μαρτυρούν εργαστηριακές εγκαταστάσεις. Η ανακάλυψη μεγάλων επίπεδων λίθων που αναγνωρίζονται ως ταφικές πλάκες και θραυσμάτων ανάγλυφων πίθων μπορεί να υποδεικνύει ταφική δραστηριότητα. Τα κεραμίδια στέγης και τα υπολείμματα των τοίχων υποδηλώνουν κτίρια είτε οικιακού είτε εργαστηριακού χαρακτήρα, ενώ δεν βρέθηκαν στοιχεία λατρευτικής δραστηριότητας. Η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται από την ανακάλυψη αγνύθων, αποθηκευτικών πίθων, χρηστικής κεραμικής και ψηφίδων. Δύο θραύσματα ενσφράγιστων κεραμίδων μπορεί επιπλέον να υποδηλώνουν την ύπαρξη δημόσιων κτιρίων.
- Γεωφυσικές έρευνες
Μεταξύ 02.08.2024 και 13.08.2024, πραγματοποιήθηκαν γεωφυσικές έρευνες στην περιοχή που έλαβε χώρα η επιφανειακή έρευνα από το Ινστιτούτο Γεωφυσικών Ερευνών (Institute of Geophysics) του Πανεπιστημίου του Münster (Γερμανία), εστιάζοντας στο νοτιοδυτικό τμήμα αυτής. Χρησιμοποιήθηκαν οι εξής μη επεμβατικές γεωφυσικές μέθοδοι: μαγνητικές μετρήσεις, ραντάρ διείσδυσης στο έδαφος (GPR) ηλεκτρομαγνητική επαγωγή (EMI), τομογραφία ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης (ERT) και μετρήσεις μαγνητικής επιδεκτικότητας (MS). Η θέση των οργάνων κατά τη διάρκεια των μετρήσεων εντοπιζόταν μ’ ένα σύστημα εντοπισμού θέσης RTK GPS, το οποίο επιτρέπει ακρίβεια με απόκλιση μερικών εκατοστών.
Οι μετρήσεις GPR πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση κεραίας διπλής συχνότητας (300/800 MHz) και μία κονσόλα SIR-4000 από την GSSI Inc. Το βάθος διείσδυσης των κυμάτων του ραντάρ κυμαίνεται από μερικά εκατοστά έως ένα μέτρο περίπου. Αρχικά, οι πρώτες ενδεικτικές μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν βαδίζοντας τυχαία, με στόχο την απόκτηση μιας γενικής εικόνας του βάθους διείσδυσης της μεθόδου στα διάφορα μέρη της υπό έρευνα περιοχής. Τα προφίλ αυτά έχουν συνολικό μήκος περίπου 3.700 μ. Αργότερα, τρεις μικρότερες περιοχές (μεγέθους μεταξύ 140 τ.μ. και 2.000 τ.μ.), οι οποίες παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καλύφθηκαν με πυκνά τοποθετημένα παράλληλα προφίλ. Αυτό επέτρεψε την τρισδιάστατη ανάλυση των δεδομένων και τη δημιουργία οριζόντιων τομών βάθους.
Η μέθοδος EMI μετρά την ηλεκτρική αγωγιμότητα του υπεδάφους με πολύ αποτελεσματικό τρόπο. Χρησιμοποιήθηκε το όργανο CMD Mini Explorer και καλύφθηκε, συνολικά, μία περιοχή περίπου 3 εκταρίων, με τα δείγματα να είναι σε απόσταση 1 μ. μεταξύ τους. Η διάταξη των προφίλ και η κάλυψη της περιοχής περιορίστηκε εν μέρει από τη βλάστηση με ελαιόδεντρα. Η ηλεκτρική αγωγιμότητα στην περιοχή κυμαίνεται σημαντικά μεταξύ 5 mS/m και 50 mS/m. Αν και οι τιμές καθορίζονται κυρίως από τις γεωλογικές συνθήκες, οι μικρής κλίμακας μεταβολές θα μπορούσαν, επίσης, να οφείλονται σε ανθρώπινες παρεμβάσεις, λ.χ. λόγω της παρουσίας θεμελίων ή τάφρων.
Η μαγνητική μέτρηση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ενός μαγνητόμετρου καισίου δύο καναλιών (G864 της Geometrics), όπου καλύφτηκε μια έκταση περίπου 1 εκταρίου, με την απόσταση των δειγμάτων να είναι 10 εκ. κατά μήκος του προφίλ και 50 εκ. μεταξύ των προφίλ. Οι αισθητήρες ήταν τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο σε απόσταση 70 εκ. μεταξύ τους. Η κατακόρυφη κλίση του μαγνητικού πεδίου υπολογίστηκε με την αφαίρεση των τιμών από τον άνω και τον κάτω αισθητήρα. Η πρόοδος των μετρήσεων επηρεάστηκε και πάλι από τα ελαιόδεντρα, αλλά υπήρξε εφικτή η απόκτηση υψηλής ποιότητας δεδομένων. Το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα ανέκυψε από το νότιο τμήμα της υπό έρευνα περιοχής (τεμάχια 88 και 136). Εδώ εντοπίστηκαν πολυάριθμες γραμμικές και δίπολες δομές, οι οποίες πιθανώς οφείλονται στην παρουσία αρχαίων μονοπατιών και οικοδομικών καταλοίπων που προαναφέρθηκαν. Μια γραμμική μαγνητική ανωμαλία στα βόρεια του τεμαχίου 136 ταυτίζεται με τα κατάλοιπα ενός πλινθόκτιστου τοίχου, ο οποίος έχει εντοπιστεί στο οργωμένο χωράφι (τεμάχιο 88) δίπλα του. Αυτό δείχνει ότι οι μαγνητικές μετρήσεις είναι κατάλληλες για την οριοθέτηση αυτού του είδους των δομών. Η ύπαρξη στη θέση αυτή μιας δομής που παραπέμπει σε τοίχο, επιβεβαιώθηκε από μετρήσεις GPR, οι οποίες έδειξαν αντανακλάσεις σε βάθος περίπου 50 εκ. Η δομή αυτή είναι επίσης ορατή στα δεδομένα ΗΜΙ και επιβεβαιώθηκε με μέτρηση ERT.
Αυτά τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι οι μαγνητικές μετρήσεις είναι ιδιαίτερα κατάλληλες για την ανίχνευση της περιοχής, ενώ άλλες γεωφυσικές μέθοδοι, όπως το GPR, μπορούν να παράσχουν περισσότερες πληροφορίες, π.χ. για το βάθος των δομών. Τα δεδομένα θα υποβληθούν σε περαιτέρω επεξεργασία για τη βελτίωση της τελικής εικόνας και αργότερα, θα ερμηνευθούν μαζί με τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας.
- Μελέτη υλικού
Η μελέτη του κεραμικού υλικού πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη και στις Αμύκλες- στο εργαστήριο συντήρησης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας και στην αποθήκη του Ρήγου αντίστοιχα, μεταξύ 01.07.2024 και 23.08.2024, για οκτώ εβδομάδες συνολικά, από μια ομάδα με επικεφαλής τον Adrien Delahaye (Γαλλική Σχολή Αθηνών), σε συνεργασία με τη Δέσποινα Νίκα (αρχαιολόγος –Ερευνητικό Πρόγραμμα Αμυκλών), τις Βίκυ Κατσίχτη, Καλλιόπη Κανελλοπούλου και Κωνσταντίνα Σκουρλή (συντηρήτριες), τον Γιάννη Νάκα (σχεδιαστής) και την Ειρήνη Μιάρη (φωτογράφος, EFA), με τη βοήθεια των φοιτητών, Jordan Metton και Pierre Gourmel (Université de Rouen). Χρηματοδοτήθηκε από τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, το Ερευνητικό Πρόγραμμα Αμυκλών και το MAT (Mediterranean Archaeological Trust), με τα δεδομένα να ενσωματώνονται στη διαδικτυακή βάση δεδομένων του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών.
Κεραμική της Εποχής του Χαλκού
Συνεχίστηκε η καταγραφή και τεκμηρίωση του κεραμικού υλικού της Εποχής του Χαλκού από τις ανασκαφικές εργασίες των ετών 2009, 2010 και 2012, στον ΒΑ τομέα του λόφου και ανατολικά της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής. Στην περιοχή αυτή, κατά τη διάρκεια των παραπάνω ετών, εντοπίστηκε και περισυλλέχθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής που χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. 219 επιλεγμένα αντικείμενα καταγράφηκαν, φωτογραφήθηκαν και αναλύθηκαν με φορητό μικροσκόπιο αργίλου (ψηφιακό μικροσκόπιο DinoLite), ενώ ορισμένα από αυτά συντηρήθηκαν και σχεδιάστηκαν (Αριθμός Καταγραφής των ανωτέρω αντικειμένων: ΑΜ/ΚΧ281 έως ΑΜ/ΚΧ498, ΑΜ/ΚΓ2660 και ΑΜ/Π97).
Το υλικό που μελετήθηκε, αποτελείται κυρίως από όστρακα της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου που ανήκουν σε μαγειρικά σκεύη και αγγεία καθημερινής χρήσης, όπως φιάλες (πολύ συχνά φέρουν καστανάερυθρο επίχρισμα), λεκανίδες (πολύ συχνά φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση), πυξίδες, ταψιά, κουτάλια και αρύταινες κ.ά. Από το παραπάνω υλικό ξεχωρίζουν ένα τμήμα από τηγανόσχημο σκεύος κυκλαδικού τύπου, ένα τμήμα από τηγανόσχημο σκεύος Ελλαδικού τύπου, καθώς και τμήμα από ειδώλιο βοοειδούς που πιθανώς ανήκει στην ΠΕ περίοδο. Η πλειοψηφία των ΠΕ χρηστικών αγγείων και μαγειρικών σκευών στο Αμυκλαίο συνεχίζει να επιβεβαιώνει την υπόθεση της οικιστικής εγκατάστασης στην ανατολική πλευρά του λόφου της Αγίας Κυριακής στις αρχές της ΠΕΧ. Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάμεσα στο κεραμικό υλικό του έτους 2009, εντοπίστηκαν τρία όστρακα μεγάλου μεγέθους (ΑΜ/ΚΧ313, 314 και 321), τα οποία ανήκουν σε αποθηκευτικά αγγεία (πιθανώς πίθοι) και τα οποία, σύμφωνα με παράλληλα από άλλες θέσεις στη Λακωνία, ανάγονται χρονολογικά στην Τελική Νεολιθική περίοδο. Με τον εντοπισμό και τη χρονολογική ταύτιση των παραπάνω ευρημάτων μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ανθρώπινη παρουσία στον λόφο της Αγίας Κυριακής ανάγεται πρωιμότερα της ΠΕΧ, δηλαδή στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου.
Κεραμική της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου
Μετά την ενσωμάτωση στη βάση δεδομένων το 2022 και το 2023 των κεραμικών ευρημάτων από τις ανασκαφές των ετών 2021, 2020, 2019, 2017, 2016 και 2015, η φετινή μελέτη (2024) επέτρεψε την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης και τεκμηρίωσης των πλούσιων ανασκαφικών πλαισίων από τις ανασκαφές του 2018 στον νότιο τομέα της Αγίας Κυριακής. Εκτός από την κεραμική, ενσωματώθηκαν, φωτογραφήθηκαν και σχεδιάστηκαν τα αρχαϊκά ακροκέραμα, καθώς και ορισμένες από τις ενσφράγιστες και ενεπίγραφες κεραμίδες, ενώ ολοκληρώθηκε και η φωτογραφική αποτύπωση της τυπολογίας των μικρογραφικών αγγείων.
Μετά το τέλος της μελέτης της φετινής χρονιάς, συμπεριλήφθηκαν 343 όστρακα και αγγεία (MNI), καθώς και 24 πήλινα αντικείμενα και ακροκέραμα, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό που περιλαμβάνεται στη βάση δεδομένων σε 1.794 αντικείμενα. Σχεδιάστηκαν 181 νέα αντικείμενα, ανεβάζοντας τον αντίστοιχο συνολικό αριθμό σε 452 (για τις ανασκαφές του Αμυκλαίου μόνο, εξαιρουμένων των αντικειμένων από την επιφανειακή έρευνα), ενώ 198 αντικείμενα αναλύθηκαν με μικροσκόπιο Dinolite.
Η έρευνα του 2024 για την αρχαϊκή και κλασική κεραμική επέτρεψε την οριστικοποίηση της καταμέτρησης και της τυπολογίας των μικρογραφικών αγγείων του Αμυκλαίου. Το σύνολο ανέρχεται πλέον σε 7.149 (MNI), εκ των οποίων περίπου το 94% είναι αρυβαλλίσκοι. Τα αποτελέσματα αυτά θα δημοσιευθούν σε δύο άρθρα το 2025. Εξαιρώντας τα μικρογραφικά αγγεία, τα αποτελέσματα της μελέτης του 2018 (από το γέμισμα της νότιας αναβαθμίδας) αποκάλυψαν μια υπερεκπροσώπηση των αγγείων πόσεως στο σύνολό τους, όπως κωθώνες, κύλικες, κύλικες τύπου Droop/Doric, λακωνικά κύπελλα, λάκαινες και κάνθαροι, λακωνικοί αρύβαλλοι, ορισμένοι εκ των οποίων με ανάγλυφες παραστάσεις, καθώς και μαγειρικά σκεύη, όπως ένα γουδί. Σχεδόν όλο το σύνολο αποτελείται από λακωνικά αγγεία, με λίγες εισαγωγές από την Κόρινθο και την Αττική. Οι πήλινες μακροομάδες (macrofabrics) της λακωνικής κεραμικής που εντοπίστηκαν, θα διασταυρωθούν με τα αποτελέσματα των δειγμάτων αρχαιομετρικών αναλύσεων που λήφθηκαν πέρυσι. Τέλος, έχουν αρχίσει οι εργασίες για τη μελέτη των θραυσμάτων δισκοειδών ακροκέραμων, επιτρέποντας τη μερική αποκατάσταση μιας ομάδας τριών θραυσμάτων. Η ολοκλήρωση της τεκμηρίωσης της κεραμικής του 2018 θα καταστήσει εφικτή την ολοκλήρωση της μελέτης του υλικού της νότιας αναβαθμίδας από το επόμενο έτος.
Μελέτη του σκελετού DCN 209
Παράλληλα, την τελευταία εβδομάδα των ανασκαφικών εργασιών (5-9.08.2024), η αρχαιολόγος- οστεοαρχαιολόγος, Δάφνη Μαρία Τζεγκόζη, ανέλαβε την εξέταση και ανάλυση του σκελετού DCN 209, ο οποίος εντοπίστηκε μαζί με δύο αγγεία- κτερίσματα στο τετράγωνο ΘΘ7 κατά τις εργασίες της περσινής ανασκαφικής περιόδου (2023). Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ταξινόμησης τεσσάρων σταδίων (παρόν- πάνω από 95%), ατελές- 50-95%), θραύσμα- έως 50% και απουσία) για την εκτίμηση της πληρότητας του σκελετού, ο σκελετός εντοπίστηκε κατά 30% πλήρης, με σχεδόν όλα τα κύρια στοιχεία να απουσιάζουν, ενώ, συνολικά, υπήρχε σοβαρός βαθμός θρυμματισμού. Για την εκτίμηση της επιφάνειας διατήρησης του σκελετού, στην πλειονότητα των οστών του δόθηκε ο βαθμός 1 (ελαφρά και αποσπασματική επιφανειακή διάβρωση) (Grate 1), ακολουθώντας το σύστημα βαθμολόγησης από 0 (απουσία μεταβολής της επιφάνειας) έως 5+ (βαριά διάβρωση και τροποποίηση της επιφάνειας).
Με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της κεφαλής του βραχιονίου και των δύο ογκωμάτων του μηριαίου οστού, η διάμετρος και το πλάτος των οποίων μετρήθηκαν 70 και 80 mm αντίστοιχα, το άτομο αναγνωρίστηκε ως αρσενικό, καθώς οι ελάχιστες μετρήσεις για τους άνδρες υπολογίζονται >60 mm και 76 mm αντίστοιχα.
Για την εκτίμηση της ηλικίας, χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές μέθοδοι, η οδοντική φθορά και το στερνικό άκρο των πλευρών, οι οποίες έδειξαν ότι το άτομο βρισκόταν πιθανότατα στην 3η ή 4η δεκαετία της ζωής του πριν από τον θάνατό του- συγκεκριμένα, στην ηλικία των 24+.
Τέλος, σύμφωνα με μακροσκοπική ανάλυση του σκελετού, η επιφάνεια των οστών παρουσιάζεται φυσιολογική, χωρίς πιθανές παθολογίες ή τραυματισμούς αυτών εκτός από τον εντοπισμό παθολογικής αλλοίωσης των δοντιών (τερηδόνα) και το ασυνήθιστο βαθύ κόκκινο χρώμα που φέρουν οι ρίζες των δοντιών. Το τελευταίο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί βιβλιογραφικά εάν πρόκειται για ασθένεια του σκελετού. Είναι ασφαλές, ωστόσο, να υποτεθεί ότι δεν είναι αποτέλεσμα των συνθηκών ταφής, καθώς το κόκκινο χρώμα δεν θα ανιχνευόταν ομοιόμορφα σε όλες τις ρίζες των δοντιών του σκελετού ή θα εντοπιζόταν και σε άλλα οστά.
- Αρχαιομετρικές αναλύσεις
Ο Δρ. Anno Hein, μέλος του Ινστιτούτου Νανοεπιστήμης και Νανοτεχνολογίας του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών (ΕΚΕΦΕ) «Δημόκριτος», επισκέφθηκε την αποθήκη της ΕφΑΛακ στις Αμύκλες, και έλαβε δείγματα κεραμικών πυροτεχνικών αντικειμένων από το Αμυκλαίο για να τα μεταφέρει στο Ινστιτούτο Νανοεπιστήμης και Νανοτεχνολογίας του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών (ΕΚΕΦΕ) «Δημόκριτος». Πρόκειται για το πρώτο στάδιο της αρχαιομετρικής έρευνας υπό τον τίτλο «Pyrotechnical ceramics from Amycles: chemical fingerprint and technical properties», μια συνεργασία μεταξύ του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών και του αρχαιολογικού ινστιτούτου του πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου (με υπεύθυνο τον κ. M. Kiderlen). Η αρχαιομετρικές αναλύσεις τελούν υπό την ευθύνη του Dr. Anno Hein (Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος»).
- Δημόσια Αρχαιολογία
Σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο, πραγματοποιήθηκαν εκπαιδευτικά προγράμματα και πρακτικές κοινοτικής και εθνογραφικής αρχαιολογίας τόσο εντός όσο και εκτός του αρχαιολογικού χώρου. Αυτές είχαν τη μορφή δράσεων γνωριμίας της τοπικής κοινωνίας με την επιστήμη της αρχαιολογίας, την τέχνη, την ανασκαφική διαδικασία, τον αρχαιολογικό χώρο και τη σχέση εκείνου με το φυσικό περιβάλλον, καθώς και έρευνες κοινού για την κατανόηση του τρόπου πρόσληψης του χώρου από τους κατοίκους του χωριού και την επιθυμία ή μη συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Εκπαιδευτικά προγράμματα (18.07 και 06.08.2024)
- Τίτλος: «Μικροί αρχαιολόγοι εν δράσει»
Θέμα: Η δράση καλεί τα παιδιά να έρθουν σε επαφή με τα ευρήματα, να μάθουν τις εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης σ’ έναν αρχαιολογικό χώρο και τα «χαμένα» μέρη των μνημείων.
Στόχος: Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει ως στόχο τα παιδιά να κατανοήσουν τη φύση της εργασίας του αρχαιολόγου, το πλαίσιο της ανασκαφής και να εκπαιδευτούν στη φροντίδα των ευρημάτων, των κεραμικών οστράκων εν προκειμένω, αλλά και του χώρου. Επομένως, μέσω της καλής και πολύπλευρης γνωριμίας τους με το Αμυκλαίο και της συμμετοχής τους στις δράσεις του ερευνητικού προγράμματος, στόχος είναι η οικειοποίηση και ευαισθητοποίηση για τον αρχαιολογικό χώρο της περιοχής τους, αποβλέποντας στην ενεργή και μελλοντική συμμετοχή τους στις δράσεις για τη φροντίδα, προστασία και ανάδειξη του χώρου.
- Τίτλος: «Η πρώτη μου επίσκεψη...»
Θέμα: Παιδιά και ενήλικες είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον αρχαιολογικό χώρο και να μοιραστούν τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις τους από την πρώτη τους επίσκεψη σε αρχαιολογικό χώρο ή μουσείο. Κατά τη διάρκεια της δράσης, έμαθαν για τα μέρη των αγγείων και, χρησιμοποιώντας πηλό, δημιούργησαν αντίγραφα αυτών.
Στόχος: Μέσω της ενθάρρυνσης των παιδιών και των μεγαλύτερων συμμετεχόντων να ανακαλέσουν και να μοιραστούν περιγραφικά τη γνωριμία τους με χώρους πολιτισμού, εντοπίζονται θετικά και αρνητικά συναισθήματα που συνδέονται με την εμπειρία αυτή. Έτσι, επιτυγχάνεται ο βασικός στόχος της δράσης, να κατανοήσουν, δηλαδή, οι συμμετέχοντες εκ των υστέρων τι προκάλεσε τα εκάστοτε συναισθήματα και να ενισχυθούν τα θετικά σε σύνδεση με μελλοντικές επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία.
Πρακτικές κοινοτικής και εθνογραφικής αρχαιολογίας (18.07 και 06.08.2024)
- Συστηματική διεξαγωγή αρχαιολογικής εθνογραφίας με συλλογή προφορικών μαρτυριών μέσω συνεντεύξεων, όπου τα κεντρικά ερευνητικά ερωτήματα αφορούσαν:
- i) Tην κατανόηση του τρόπου πρόσληψης της αρχαιολογικής θέσης και των ευρημάτων από την τοπική κοινωνία, συμπεριλαμβάνοντας την ισχυρή κοινότητα ρομά που ζει στην περιοχή. ii) Τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ερευνητών/αρχαιολόγων και των κοινοτήτων της περιοχής μετά το κενό που δημιούργησε η πανδημία. iii) Την κριτική της ίδιας της ερευνητικής διαδικασίας, στρέφοντας το εθνογραφικό βλέμμα στις δραστηριότητες των ίδιων των αρχαιολόγων και iv) την άμεση εμπλοκή των κατοίκων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τη διαχείριση του αρχαιολογικού χώρου.
- Οργάνωση τεσσάρων διαφορετικού είδους δημόσιων εκδηλώσεων εξωστρέφειας προς τους κατοίκους του χωριού με την προσδοκία θεμελίωσης σχέσεων μεταξύ κατοίκων και ερευνητών:
Η πρώτη εκδήλωση έλαβε χώρα την Κυριακή 21/07/2024 στην αυλή του κτηρίου της κοινότητας Αμυκλών και είχε τον χαρακτήρα γνωριμίας με τους κατοίκους μέσω της τέχνης. Ήταν μία ποιητική βραδιά τη νύχτα της πανσελήνου του Ιουλίου, όπου μέλη της ερευνητικής ομάδας και κάτοικοι του χωριού μοιράστηκαν τα αγαπημένα τους ποιήματα και συζήτησαν τόσο για ποίηση όσο και για την ανασκαφική περίοδο που μόλις είχε ξεκινήσει.
Η δεύτερη εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 01/08/2024 και ήταν μία ανοιχτή ξενάγηση στο χωριό από τους ίδιους τους κατοίκους. Μέλη της ερευνητικής ομάδας και κάτοικοι της Σπάρτης αποτέλεσαν το κοινό των Αμυκλιωτών, οι οποίοι μοιράστηκαν με πολλή προθυμία αφηγήσεις και ιστορίες για το χωριό, τους ναούς και τα ιστορικά του κτήρια, όπως εκείνοι τις έχουν βιώσει ή ακούσει από τους παλαιότερους συγχωριανούς τους.
Η τρίτη εκδήλωση έλαβε χώρα τη Δευτέρα 12/08/2024 στον προαύλιο χώρο του ναού της Θεοτόκου στις Αμύκλες, όπου προβλήθηκε το εθνογραφικό και αρχαιολογικό ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή, Αρκαδία Χαίρε.
Η τελευταία εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 16/08/2024, την τελευταία μέρα των φετινών εργασιών, και αφορούσε την επίσκεψη – ξενάγηση ομάδας κατοίκων του χωριού στον αρχαιολογικό χώρο του Αμυκλαίου. Ο διευθυντής του προγράμματος ενημέρωσε τους κατοίκους για τις εργασίες που ολοκληρώθηκαν, τις νέες εκτάσεις στις οποίες διανοίχτηκαν ανασκαφικές τομές, αλλά και τον σχεδιασμό για τις ανασκαφικές εργασίες της επόμενης χρονιάς.