Αμύκλες Ι: Η πρώτη ανθρώπινη παρουσία στο λόφο της Αγ. Κυριακής, υπό τη μορφή οικισμού, τοποθετείται στην Ύστερη Πρωτοελλαδική περιόδο. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται τόσο από τη μεγάλη ποσότητα Πρωτοελλαδικής II κεραμικής, καθώς και μικρής ποσότητας Μεσοελλαδικής Μινυακής κεραμικής, όσο και από τα διάσπαρτα κυκλικά ορύγματα για την τοποθέτηση πίθων (περί τα 30 έως σήμερα), που εντοπίστηκαν σε όλη την επιφάνεια της κορυφής του λόφου. Επιπλέον και σε συνδυασμό με τα παραπάνω δεδομένα, ενδεχομένως, οι τομές που βρίσκονται στο φυσικό βράχο, αποτελούν ίχνη πρώιμων κατοικιών στο Αμυκλαίο. Ακόμη, το καθαρό επίπεδο που περιέχει αυτό το υλικό αποτελεί ένδειξη ότι ο Πρωτοελλαδικός και ο συρρικνωμένος Μεσοελλαδικός οικισμός είχε εγκαταλειφθεί κατά διαστήματα, πιθανώς κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού για τις ανάγκες της επακόλουθης χρήσης της περιοχής ως υπαίθριο ιερό.
Αμυκλαίον I: Η σημασία του λόφου ως χώρου λατρείας από το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ έως το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ περιόδου (τέλη 13ου - τέλη 11ου αι. π.Χ.) επιβεβαιώνεται από την εύρεση σημαντικού αριθμού ειδωλίων, που είχαν προσφερθεί ως αναθήματα στην άγνωστη θεότητα που λατρευόταν στο υπαίθριο ιερό, και ρυτών που χρησιμοποιούνταν για σπονδές. Στα ειδώλια διακρίνονται οι εξής τύποι: α) ειδώλια γυναικείων μορφών τύπου Ψ, β) ζωόμορφα ειδώλια (άλογα, βοοειδή, σκυλιά και αιγοπρόβατα), και γ) θραύσματα από μεγάλα τροχήλατα ζωόμορφα ειδώλια. Κατά την περίοδο αυτή, ο οικισμός των Αμυκλών μεταφέρθηκε νότια και δυτικά, στη θέση της σημερινής κοινότητας Αμύκλες (Αμύκλες ΙΙ).
Αμυκλαίον II: Στο υπαίθριο ιερό συνεχίζεται η λατρευτική δραστηριότητα κατά την Πρωτογεωμετρική και Γεωμετρική Εποχή (1050 έως το 700 π.Χ.). Από τον 10ο αι. π.Χ. παρατηρείται εντατικοποίηση των λατρευτικών πρακτικών και αύξηση της επισκεψιμότητας στο ιερό, όπως επιβεβαιώνουν κυρίως ο τεράστιος όγκος κεραμεικής της περιόδου, καθώς και τα πολυάριθμα μετάλλινα αναθήματα. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζουν τα ανθρωπόμορφα ειδώλια ύψους περίπου 10 εκ., εξαιρετικά δείγματα της λακωνικής χαλκοπλαστικής των μέσων περίπου του 8ου αι. π.Χ.
Η ιδιαίτερη θέση που κατείχαν οι Αμύκλες στην περιοχή της Λακωνίας κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου καταδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από την αναφορά της πόλης στους ομηρικούς καταλόγους πλοίων (ΙΙ. 2584). Μια ακόμα πιο γενική ερμηνεία, που πηγάζει τόσο από τα αρχαιολογικά τεκμήρια όσο και από τις γραπτές και ιστορικές πηγές, καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι ο συνοικισμός των Αμυκλών ενσωματώθηκε στην πόλη της Σπάρτης από τον Τήλεκλο γύρω στο 750 π.Χ., ως πέμπτη ωβή της, και, κατά αυτόν τον τρόπο, άρχισε η διαδικασία της διαμόρφωσης μιας νέας πολιτικής ταυτότητας.
Αμυκλαίον III: Κατά την πρώτη μνημειακή φάση του ιερού, δηλαδή τη μετάβαση από τον 8ο στον 7ο αι. π.Χ. (περ. 700 π.Χ.), ανεγείρεται ο γεωμετρικός περίβολος του ιερού και βεβαιώνεται η ύπαρξη ενός κολοσσιαίου ανεικονικού λατρευτικού αγάλματος-ξοάνου μαζί με το μνημειακό βάθρο του (τέλη 7ου αι. π.Χ.). Η φάση αυτή σχετίζεται με την επικράτηση της Σπάρτης στους δύο μεσσηνιακούς πολέμους καθώς και με την ίδρυση της σπαρτιατικής αποικίας του Τάραντα από τους Αμυκλαιείς.
Αμυκλαίον IV: Κατά τη δεύτερη μνημειακή φάση του ιερού (γύρω στο 500 π.Χ.), οι αυξημένες ανάγκες των τελετουργιών και ο μεγαλύτερος αριθμός των πιστών που επισκέπτονται τον χώρο οδηγούν στην κατασκευή 1) του ναού του Απόλλωνα, του λεγόμενου "θρόνου", ο οποίος περιέβαλε το ήδη υπάρχον ξόανο, 2) του κυκλικού βαθμιδωτού βωμού και 3) του νέου περιβόλου μαζί με την μνημειακή πύλη στην βόρεια πλευρά του. Ωστόσο τα κινητά ευρήματα της Αρχαϊκής περιόδου δεν είναι σε ποιότητα και ποσότητα αυτά που συναντούμε στο ιερό της Άρτεμης Ορθίας. Από αυτά ξεχωρίζουν για τη χαρακτηριστικά μεγάλη ποσότητά τους οι αρύβαλλοι, ακόσμητοι ή με περίτεχνο διάκοσμο, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χάλκινα αναθήματα, τα θραύσματα από ελεφαντοστένα πλακίδια, καθώς και τα αποτμήματα ειδωλίων του 7ου και 6ου αι. π.Χ.
Αμυκλαίον V: Ίχνη επεμβάσεων στον περίβολο, θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών και κατάλοιπα ενός μεγάλου κτιρίου στο βόρειο τμήμα του λόφου επιβεβαιώνουν την οικοδομική δραστηριότητα στο ιερό από τους κλασικούς χρόνους έως την ύστερη αρχαιότητα (5ος αι. π.Χ. -5ος αι. μ.Χ.).
Αμυκλαίον VI: Τη σταδιακή, αλλά ουσιαστική αλλαγή της εικόνας του ιερού, με τη διάλυση των αρχαίων μνημείων από τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. και εξής, επιβεβαιώνουν 1) τα κατάλοιπα μια πρωτοχριστιανικής βασιλικής και του συνδεδεμένου με αυτή βαπτιστηρίου, και 2) η κατασκευή ταφικών οικοδομημάτων, αλλά και απλών ταφών για τις οποίες χρησιμοποιήθηκε υλικό κυρίως από το θρόνο. Τον 10ο αι. μ.Χ. κατασκευάστηκε ένας τρίκογχος ναός στη θέση που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Αγ. Κυριακής. Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής εποχής (11ος -19ος αι. μ.Χ.) πρέπει να άρχισε η συστηματική χρήση των αρχιτεκτονικών μελών από τα κτίσματα του Αμυκλαίου ως οικοδομικού υλικού και η διασπορά τους σε όλη την περιοχή της κοιλάδας του Ευρώτα.
Αμυκλαίον VIΙ: Από το 1800 και εξής βεβαιώνεται η ύπαρξη της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής στην κορυφή του λόφου.