Εκθέσεις Ανασκαφών
Έκθεση 2021
06-12-2021 16:47Σχετικά:
- Υ.Α. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΕΕΑΕΙ/331408/237845/7326/1156 από 03.08.2018 που αφορά στη χορήγηση στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία άδειας συνέχισης της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα.
- Υ.Α. ΥΠ.ΠΟ.Α/Γ.Δ.Α.Π.Κ/ΔΙ.Π.Κ.Α/Τ.Ε.Ε.Α.Ε.Ι/285981/201291/5605/870/03.08.2020 που αφορά στην έγκριση του πενταετούς προγράμματος συστηματικής ανασκαφικής έρευνας στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα.
- Η υπ αρ. πρωτ. ΥΠ.ΠΟ.Α 329456/16.07.2021 (ΑΔΑ 6ΨΔΞ4653Π4-ΗΞΛ) απόφαση που αφορά στην χορήγηση άδειας συνέχισης της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα κατά το 2021.
Στόχο των ανασκαφικών εργασιών κατά το 2021 αποτέλεσε η συστηματική ανασκαφική διερεύνηση της περιοχής στη νοτιοδυτική πλαγιά του λόφου της Αγ. Κυριακής, που ορίζεται από τα τετράγωνα ΑΑ 1, ΑΑ -1 και ΑΑ -2, εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου και ακριβώς στα όρια των υπό απαλλοτρίωση εκτάσεων προς νότο. Σκοπός αυτής της παρέμβασης ήταν η συστηματική διερεύνηση της στρωματογραφίας στο εναπομείναν τμήμα του υφιστάμενου αρχαιολογικού χώρου, ως συνέχεια και ολοκλήρωση των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν αμέσως βορείως αυτής της ζώνης κατά τα έτη 2018-2019. Ο εν λόγω χώρος παρουσίασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού προέκυψαν στοιχεία για την χρονολόγηση του ιερού και την ερμηνεία της συγκεκριμένης περιοχής.
Ειδικότερα, αποκαλύφθηκε ο φυσικός βράχος της κιμηλιάς σε όλη την έκταση της υπό διερεύνηση περιοχής, ο οποίος, σε αντίθεση με το προς βορρά επίπεδο τμήμα του, εδώ έχει αποκολληθεί στο μεγαλύτερο μέρος δημιουργώντας ένα βαθύ λάξευμα με κλίση προς νότο. Για να εξομαλυνθεί αυτή η υψομετρική διαφορά περ. 0,40μ. και για να διαμορφωθεί ένας επίπεδος διάδρομος σε όλη την έκταση της περιοχής, κατασκευάστηκε ένας αναλημματικός τοίχος πλάτους περ. 0,60μ., με προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ σχεδόν παράλληλα προς τον γεωμετρικό περίβολο και σε απόσταση περ. 5μ. από αυτόν. Ο τοίχος αποτελείται από αδρούς ασβεστόλιθους μεγάλου μεγέθους στην επιφάνεια έδρασης και το μέτωπό του, ενώ μεσαίου και μικρού μεγέθους λίθοι έχουν τοποθετηθεί εσωτερικά και στην ανωδομή του. Από τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες και τα κινητά ευρήματα προκύπτει ότι η ανώτερη ορατή στρώση των λίθων ανήκει στη σύγχρονη εποχή, όταν αυτός λειτουργούσε δηλ. ως ξερολιθιά στο πλαίσιο των γεωργικών δραστηριοτήτων στην ευρύτερη περιοχή.
Αντίθετα, από την θεμελίωση του τοίχου γίνεται κατανοητό ότι με αυτή την κατασκευή επιτεύχθηκε η συγκράτηση του εδάφους από την διάβρωση, δημιουργώντας παράλληλα ισόπεδες επιφάνειες με επιχώσεις, σε δύο φάσεις της αρχαιότητας: την ύστερη γεωμετρική εποχή και το τέλος του 6ου αι. π.Χ. Πιο συγκεκριμένα από την αδιατάρακτη στρωματογραφία εσωτερικά του τοίχου, προς βορρά και το ιερό, προκύπτει ότι αμέσως πάνω από την κιμηλιά υπήρχε ένα ισχυρό στρώμα από αδρούς λίθους μικρού κυρίως μεγέθους, προφανώς για να εξασφαλιστεί η καλύτερη απορροή υδάτων. Συνανήκον με αυτό και αμέσως υψηλότερα ακολουθεί ένα στρώμα από ανοιχτόχρωμα χώματα κιμηλιάς με μεγάλη ποσότητα κεραμικής της ύστερης εποχής του Χαλκού και, κυρίως, των γεωμετρικών χρόνων. Πρόκειται στην πλειονότητά τους για θραύσματα αγγείων πόσεως και τελετουργιών, καθώς και για μεταλλικά αντικείμενα (χάλκινα κοσμήματα και σιδερένια εργαλεία). Αυτά τα δύο στρώματα, το Σ5 και το Σ4 πάχους περ. 0,35μ., αποτελούν, δηλαδή, το πρώτο επίπεδο που διαμορφώθηκε συγχρόνως με την κατασκευή του αναλημματικού τοίχου δημιουργώντας έτσι μια ισόπεδη επιφάνεια που λειτουργούσε ως διάδρομος σε όλο το μήκος της νότιας πλαγιάς του λόφου. Από τον μεγάλο αριθμό των κινητών ευρημάτων προκύπτει, επιπλέον, ότι η επίχωση λειτούργησε παράλληλα και ως αποθέτης του υλικού που προήλθε από τις τελετουργίες των Υακινθίων κατά την γεωμετρική εποχή.
Αυτή ακριβώς η έννοια του αποθέτη, παράλληλα με την ιδιότητα του υλικού που χρησιμοποιείται για τις ανάγκες της επίχωσης μιας περιοχής, αναδεικνύεται και στο επόμενο στρώμα Σ3 που ακολουθεί σε υψηλότερο επίπεδο και μπορεί να αποδοθεί στην αρχαϊκή περίοδο. Εδώ, το στρώμα πάχους περ. 0,18μ. αποτελείται από καστανόχρωμα χώματα αναμεμειγμένα με μεγάλη ποσότητα ευρημάτων κυρίως του 6ου αι. π.Χ., τα οποία σχετίζονται και εδώ με τις πρακτικές της γιορτής των Υακινθίων. Υπερισχύουν αριθμητικά τα μικκύλα αγγεία και προπάντων οι αρύβαλλοι, ενώ περισυλλέχθηκε και ποσότητα μολύβδινων αναθημάτων όπως στεφάνια, μορφές πολεμιστών, θεοτήτων ή δαιμονικών μορφών, καθώς και οστέινα πλακίδια.
Από την στρωματογραφία αναδεικνύεται, τέλος, ότι από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια και εξής η περιοχή είχε καλυφθεί από εδάφη για τις ανάγκες των γεωργικών καλλιεργειών, όπως προκύπτει από τη σύσταση των χωμάτων και τα αντίστοιχα ευρήματα στα στρώματα Σ2 και Σ1.
Όπως αναφέρθηκε, από την αφαίρεση της αδιατάρακτης αρχαίας επίχωσης, συνολικού πάχους περίπου 0,50μ., και όπως αναδεικνύεται στο διάγραμμα 1, περισυλλέχθηκε σημαντική ποσότητα κεραμικής διαφόρων περιόδων με το μεγαλύτερο μέρος αυτής να ανήκει στους γεωμετρικούς (59%) και αρχαϊκούς χρόνους (29%).
Από τις πρωϊμότερες φάσεις ξεχωρίζουν τμήματα μυκηναϊκών ειδωλίων τύπου Ψ, ενώ τα όστρακα της γεωμετρικής εποχής φέρουν γνώριμα μοτίβα, όπως ομόκεντροι κύκλοι, πλέγμα και παράσταση πτηνών. Περισυλλέχθηκαν επίσης ακέραια και αποσπασματικά μικρογραφικά αγγεία της αρχαϊκής περιόδου - κυρίως αρύβαλλοι, αλλά και κρατηρίσκοι, λάκαινες, αμφορίσκοι, κανθαρίσκοι κ.α. -, καθώς και θραύσματα μεταλλικών (μαχαίρια, κοσμήματα, μολύβδινα στεφάνια κ.ά.) και οστέινων αντικειμένων.
Βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνας, τεκμηριώνεται ανασκαφικά ότι στο ΝΔ τμήμα του ιερού και εξωτερικά του περιβόλου των ύστερων γεωμετρικών χρόνων, ο χώρος λειτουργούσε από τον πρώιμο 7ο αι. π.Χ. και εξής ως αποθέτης αλλά και ως διάδρομος που εκτεινόταν προς τα ανατολικά και υποστηριζόταν από έναν αναλημματικό τοίχο στις νότιες παρυφές του, διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο μια επίπεδη και ποικιλοτρόπως αξιοποιήσιμη ευρύχωρη ζώνη σε αυτή την περιοχή.
Για την ακριβέστερη αποτύπωση και συγκέντρωση πληροφοριών και δεδομένων της συστηματικής ανασκαφής, τα ανασκαφικά τετράγωνα και ο χώρος συνολικά τεκμηριώθηκαν, σχεδιάστηκαν και αποτυπώθηκαν με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών (χρήση ΣμηΕΑ, φωτογραμμετρίας και ορθοφωτογράφισης με τοπογραφικά σημεία γεωαναφοράς, πολυφασματικής φωτογράφισης-Multispectral UV και IR, και του σχετικού λογισμικού pix4d και metashape). Επιπλέον συμπληρώθηκε και εμπλουτίστηκε το ολοκληρωμένο σύστημα τεκμηρίωσης καθώς και το Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (GIS) του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών, με τα νέα δεδομένα.
Μελέτη υλικού
Παρά τους περιορισμούς που επέβαλε και κατά το 2021 η υγειονομική κατάσταση, η μελέτη υλικού από τους συνεργάτες του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών κκ. Dr. Adrien Delahaye (Γαλλική Σχολή Αθηνών) και Dr. Christian Mazet (Γαλλική Σχολή Ρώμης), πραγματοποιήθηκε, συνεχίζοντας την καταγραφή και τεκμηρίωση της κεραμικής από τις ανασκαφικές εργασίες του 2020, 2019 και, σε μικρότερο βαθμό, του 2018. Αυτό το υλικό προέρχεται από τον νότιο τομέα του λόφου και ειδικότερα τη συμβολή μεταξύ του μνημειακού περιβόλου του ύστερου 6ου αιώνα π.Χ. και ενός τμήματος του προγενέστερου περιβόλου που χρονολογείται στα τέλη του 8ου-αρχές 7ου αιώνα π.Χ. Στην περιοχή αυτή βρέθηκαν μεγάλες μικτές αποθέσεις αναθηματικών υλικών, καθώς και αδιατάρακτες στρωματογραφικές ενότητες που χρονολογούνται στα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Επιλέχθηκαν 112 αντικείμενα, τα οποία μελετήθηκαν, φωτογραφήθηκαν και σχεδιάστηκαν. Κάποια δείγματα αναλύθηκαν με φορητό μικροσκόπιο αργίλου (ψηφιακό μικροσκόπιο Jiusion 40, 1000x), ενώ άλλα δείγματα θα υποβληθούν σε πετρογραφικές αναλύσεις και αναλύσεις XRF. Τα δεδομένα που προκύπτουν ενσωματώνονται στη διαδικτυακή βάση δεδομένων του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών.
Από τη μελέτη προέκυψε ο προσδιορισμός του χρονολογικού πλαισίου των αναθημάτων του ιερού, καταγράφοντας την περίοδο της ακμής του και της μνημειακής του ανάδειξης από τις αρχές του 7ου έως τον 4ο αιώνα π.Χ. Σχετικά με τη λακωνική κεραμική, αυτή περιλαμβάνει ένα ανοιχτό θραύσμα τύπου Laconian 1 που απεικονίζει ένα ανθρώπινο κεφάλι με σχηματικά χαρακτηριστικά, μια μικρή διακοσμημένη κύλικα τύπου Laconian 2, αρκετούς διακοσμημένους και πλαστικούς σφαιρικούς αρύβαλλους του 6ου αιώνα, αρκετά θραύσματα λακωνικών κρατήρων και κοθόνων με μαύρο γάνωμα, καθώς και ένα θραύσμα από επίνητρο με ανάγλυφο διάκοσμο. Μεταξύ των εισηγμένων αρχαϊκών αγγείων, σημειώνουμε την παρουσία ενός απιόσχημου αρύβαλλου και ενός κορινθιακού μελανόμορφου αλάβαστρου, καθώς και ενός αττικού μελανόμορφου θραύσματος. Από την κεραμική της κλασικής περιόδου, ξεχωρίζουν θραύσματα μεγάλων πινάκιων με μελανό γάνωμα και ανάγλυφη ή εγχάρακτη διακόσμηση.
Επιπλέον από τις ανασκαφικές εργασίες του 2018 ξεχωρίζουν εκτός από τα θραύσματα ενός πλαστικού αρύβαλλου τύπου "pilgrim flask" και ενός ανοιχτού αγγείου με κάθετα τοιχώματα, αυτά μιας λακωνικής κύλικας με μαύρο γάνωμα και δισκοειδή βάση. Μάλιστα, τα 21 θραύσματα της κύλικας συγκολλήθηκαν, παρά την κακή κατάσταση διατήρησης και την έντονη διάβρωσή τους. Αυτό το αγγείο προέρχεται από μια πιθανή απόθεση θεμελίωσης που βρίσκεται στην εσωτερική δυτική γωνία του λεγόμενου νότιου οικοδομήματος και παρέχει ένα terminus post quem για την κατασκευή του εν λόγω κτηρίου στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., την περίοδο, δηλαδή, της ανέγερσης του θρόνου και του μνημειακού περιβόλου του ιερού.
Τέλος, από την προκαταρκτική μελέτη των μικρογραφικών αγγείων (ιδίως των αρυβάλλων) προέκυψε μια αρχική τυπολογία, η οποία, λόγω του μεγάλου αριθμού των ευρημάτων (περ. 4000), θα συμπληρωθεί και θα μελετηθεί σε βάθος κατά τη διάρκεια των επόμενων αποστολών.